- ἀχαρίστω
- ἀχάριστοςungraciousmasc/fem/neut nom/voc/acc dualἀχάριστοςungraciousmasc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αχαριστώ — ἀχαριστῶ ( έω) (AM) [αχάριστος (Ι)] μσν. δεν είμαι ευχαριστημένος με κάποιον, παραπονιέμαι αρχ. 1. είμαι αχάριστος, δείχνω αγνωμοσύνη σε κάποιον 2. δυσαρεστώ, στενοχωρώ 3. παθ. ἀχαριστοῡμαι μου φέρνονται με αχαριστία … Dictionary of Greek
ἀχαρίστῳ — ἀχάριστος ungracious masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)